ρυμίδι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρυμίδι | τα | ρυμίδια |
γενική | του | ρυμιδιού | των | ρυμιδιών |
αιτιατική | το | ρυμίδι | τα | ρυμίδια |
κλητική | ρυμίδι | ρυμίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρυμίδι < ρύμη + υποκοριστικό επίθημα -ίδι < αρχαία ελληνική ῥύμη
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρυμίδι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) στενό δρομάκι / σοκάκι
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρυμίδι
|