Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ροφώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥοφέω-[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾoˈfo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρο‐φώ

  Ρήμα επεξεργασία

ροφώ

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία