Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ροδόξυλο τα ροδόξυλα
      γενική του ροδόξυλου των ροδόξυλων
    αιτιατική το ροδόξυλο τα ροδόξυλα
     κλητική ροδόξυλο ροδόξυλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ροδόξυλο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ροδόξυλο ουδέτερο

  • ξύλο από την Βραζιλία και το Περού, από το δένδρο Aniba rosaedora, το οποίο δίνει αρωματικό ομώνυμο αιθέριο έλαιο

  Μεταφράσεις επεξεργασία