Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ριπιτίδι τα ριπιτίδια
      γενική του ριπιτιδιού των ριπιτιδιών
    αιτιατική το ριπιτίδι τα ριπιτίδια
     κλητική ριπιτίδι ριπιτίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ριπιτίδι < πιθανώς από την λέξη ριπίδιο (βεντάλια)[1] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ριπιτίδι ουδέτερο

  • διάρροια συνήθως στην έκφραση «μου πάει ριπιτίδι» (φοβήθηκα τόσο πολύ που είχα διάρροια)
    ※  Δον Ζουάν, Γεώργιος Σουρής (1853-1919), ποιήματα
    Όταν δε πλέον ο νεκρός κατήλθεν εις τον τάφον
    προς δυστυχίαν ποιητών και δημοσιογράφων,
    γή κι ' ουρανός έτράνταξε από το κανονίδι
    κι ' όλους τους ξένους πρεσβευτές τους πήγε ριπιτίδι

Συνώνυμα επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας», Γιώργος Κάτος, 2016 [1]

  Μεταφράσεις επεξεργασία