Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ριπή οι ριπές
      γενική της ριπής των ριπών
    αιτιατική τη ριπή τις ριπές
     κλητική ριπή ριπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ριπή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ῥιπή
(βολές πυροβόλου) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική rafale[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾiˈpi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρι‐πή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ριπή θηλυκό

  1. βίαιη, σφοδρή κίνηση (συνήθως του ανέμου)
    ※  Το παράθυρο δεν ήταν καλά κλεισμένο, ανοίγει διάπλατα από μια ριπή ανέμου, η κουρτίνα κολπώνεται αθόρυβα, πυκνή ομίχλη εισβάλλει, απλώνεται, κατακλύζει ολόκληρο το δωμάτιο. (Αλέξανδρος Σχινάς, Το πρόσωπο [διήγημα])
  2. σύνολο από διαδοχικές βολές πυροβόλου όπλου που εκτελούνται με μεγάλη ταχύτητα

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία