Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ρητόρεψε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ρητόρεψε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ρητορεύω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ρητορεύω