Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρητινώνω < ελληνιστική κοινή ῥητινόω / ῥητινῶ < αρχαία ελληνική ῥητίνη

  Ρήμα επεξεργασία

ρητινώνω

  1. προσθέτω ρητίνη σε κρασί
  2. καλύπτω με ρητίνη μια επιφάνεια ή αναμειγνύω κάτι με ρητίνη

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία