ρεφορμίστρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρεφορμίστρια < ρεφορμιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρεφορμίστρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη ρεφορμιστής
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρεφορμίστρια
ρεφορμίστρια θηλυκό