ρετσιτατίβο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρετσιτατίβο < ιταλική recitativo
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρετσιτατίβο ουδέτερο
- μορφή μουσικής σύνθεσης περιορισμένης χρονικής διάρκειας, συνηθισμένη στην όπερα, το ορατόριο ή την καντάτα με μορφή διαλόγου ή μονολόγου που προάγει την πλοκή του έργου
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρετσιτατίβο