Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρετσέλι τα ρετσέλια
      γενική του ρετσελιού των ρετσελιών
    αιτιατική το ρετσέλι τα ρετσέλια
     κλητική ρετσέλι ρετσέλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρετσέλι < (άμεσο δάνειο) τουρκική reçel + < περσική ريچال (rīchāl), ریچار (rīchār)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾeˈt͡se.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρε‐τσέ‐λι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρετσέλι ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία