ρεπλίκα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρεπλίκα | οι | ρεπλίκες |
γενική | της | ρεπλίκας | — | |
αιτιατική | τη | ρεπλίκα | τις | ρεπλίκες |
κλητική | ρεπλίκα | ρεπλίκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρεπλίκα < (άμεσο δάνειο) γαλλική réplique (ή ιταλικά replica)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρεπλίκα θηλυκό
- αντίγραφο ενός έργου τέχνης, ενίοτε δημιουργημένο από τον δημιουργό του πρωτοτύπου
- (κατ’ επέκταση) αντίγραφο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρεπλίκα
|