Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρεπλίκα οι ρεπλίκες
      γενική της ρεπλίκας
    αιτιατική τη ρεπλίκα τις ρεπλίκες
     κλητική ρεπλίκα ρεπλίκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρεπλίκα < (άμεσο δάνειο) γαλλική répliqueιταλικά replica)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρεπλίκα θηλυκό

  1. αντίγραφο ενός έργου τέχνης, ενίοτε δημιουργημένο από τον δημιουργό του πρωτοτύπου
  2. (κατ’ επέκταση) αντίγραφο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία