Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρεπατζής οι ρεπατζήδες
      γενική του ρεπατζή των ρεπατζήδων
    αιτιατική τον ρεπατζή τους ρεπατζήδες
     κλητική ρεπατζή ρεπατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρεπατζής < ρεπό + -τζής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρεπατζής (θηλυκό ρεπατζού)

  1. αυτός του οποίου η εργασία είναι να δουλεύει στη θέση άλλων εργαζομένων, όταν οι άλλοι παίρνουν ρεπό
  2. (μεταφορικά) ο αναπληρωματικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία