ρεπατζής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρεπατζής (θηλυκό ρεπατζού)
- αυτός του οποίου η εργασία είναι να δουλεύει στη θέση άλλων εργαζομένων, όταν οι άλλοι παίρνουν ρεπό
- (μεταφορικά) ο αναπληρωματικός
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρεπατζής
|