Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρεμπέτης οι ρεμπέτες
ρεμπέτηδες
      γενική του ρεμπέτη των
ρεμπέτηδων
    αιτιατική τον ρεμπέτη τους ρεμπέτες
ρεμπέτηδες
     κλητική ρεμπέτη ρεμπέτες
ρεμπέτηδες
Κατηγορία όπως «λαχειοπώλης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ρεμπέτες στον Πειραιά (1933). Αριστερά με το μπουζούκι ο Μάρκος Βαμβακάρης. Στη μέση με την κιθάρα ο Γιώργος Μπάτης.

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρεμπέτης < πιθανόν τουρκική ribat (στρατώνας, προκεχωρημένο φυλάκιο) < περσική , με σταδιακή σημασία περιθωριακό, λόγω της κακής φήμης των ατάκτων που ζούσαν εκεί. Οι ετυμολογήσεις από τη σλαβική rebyata (παιδιά), ή από την τουρκική rubai (τετράστιχο, αραβικής προέλευσης), ή από την αρχαία ελληνική ῥέμβομαι (περιπλανώμαι) θεωρούνται αστήρικτες.[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾeˈbe.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρε‐μπέ‐της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρεμπέτης αρσενικό (θηλυκό ρεμπέτισσα)

  1. (μουσική) λαϊκός μουσικός που γράφει, τραγουδά ή παίζει ρεμπέτικα τραγούδια
  2. (μεταφορικά) λαϊκός άνθρωπος του κοινωνικού περιθωρίου με αντισυμβατική ζωή

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.