ρεμπέτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ρεμπέτης | οι | ρεμπέτες & ρεμπέτηδες |
γενική | του | ρεμπέτη | των | — & ρεμπέτηδων |
αιτιατική | τον | ρεμπέτη | τους | ρεμπέτες & ρεμπέτηδες |
κλητική | ρεμπέτη | ρεμπέτες & ρεμπέτηδες | ||
Κατηγορία όπως «λαχειοπώλης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρεμπέτης < πιθανόν τουρκική ribat (στρατώνας, προκεχωρημένο φυλάκιο) < περσική , με σταδιακή σημασία περιθωριακό, λόγω της κακής φήμης των ατάκτων που ζούσαν εκεί. Οι ετυμολογήσεις από τη σλαβική rebyata (παιδιά), ή από την τουρκική rubai (τετράστιχο, αραβικής προέλευσης), ή από την αρχαία ελληνική ῥέμβομαι (περιπλανώμαι) θεωρούνται αστήρικτες.[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾeˈbe.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρε‐μπέ‐της
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρεμπέτης αρσενικό (θηλυκό ρεμπέτισσα)
- (μουσική) λαϊκός μουσικός που γράφει, τραγουδά ή παίζει ρεμπέτικα τραγούδια
- (μεταφορικά) λαϊκός άνθρωπος του κοινωνικού περιθωρίου με αντισυμβατική ζωή
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.