ρεμούλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρεμούλα | οι | ρεμούλες |
γενική | της | ρεμούλας | — | |
αιτιατική | τη | ρεμούλα | τις | ρεμούλες |
κλητική | ρεμούλα | ρεμούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρεμούλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική rimula < λατινική rimula (ή < αλβανικά remuj: κάνω χαμό, δημιουργώ αναστάτωση)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρεμούλα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) (προφορικό) η οικονομική απάτη