Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ραχοκοκαλιά οι ραχοκοκαλιές
      γενική της ραχοκοκαλιάς των ραχοκοκαλιών
    αιτιατική τη ραχοκοκαλιά τις ραχοκοκαλιές
     κλητική ραχοκοκαλιά ραχοκοκαλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
οπίσθια και πλάγια όψη της ανθρώπινης ραχοκοκαλιάς

  Ετυμολογία επεξεργασία

ραχοκοκαλιά < ράχη + κόκαλο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ραχοκοκαλιά θηλυκό

  1. (ανατομία) η σπονδυλική στήλη
  2. ο κεντρικός άξονας στον οποίο στηρίζεται μία δομή
    • κεντρικό ή ραχιαίο νεύρο σπαθιού ή μαχαιριού (δεν έχουν όλες οι λεπίδες νεύρο, -α)
  3. μία σύνθετη δημιουργία

  Μεταφράσεις επεξεργασία