ραφανίς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ραφανίς < αρχαία ελληνική ῥαφανίς
Ουσιαστικό επεξεργασία
ραφανίς θηλυκό
- (λόγιο, σπάνιο) το ραπάνι
Μεταφράσεις επεξεργασία
ραφανίς
→ δείτε τη λέξη ραπάνι |
ραφανίς θηλυκό
→ δείτε τη λέξη ραπάνι |