Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρασταφαριανισμός οι ρασταφαριανισμοί
      γενική του ρασταφαριανισμού των ρασταφαριανισμών
    αιτιατική τον ρασταφαριανισμό τους ρασταφαριανισμούς
     κλητική ρασταφαριανισμέ ρασταφαριανισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρασταφαριανισμός < από το όνομα του Χαϊλέ Σελασιέ Α' πριν την ενθρόνισή του Ras Tafari Makonnen (στην Αμχαρική γλώσσα, η λέξη Ras σημαίνει κυριολεκτικά την κεφαλή αλλά αποτελεί και τίτλο, ισοδύναμο με εκείνο του Δούκα ή του Βασιλιά.)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρασταφαριανισμός αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία