Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ραμπαδόξυλο τα ραμπαδόξυλα
      γενική του ραμπαδόξυλου των ραμπαδόξυλων
    αιτιατική το ραμπαδόξυλο τα ραμπαδόξυλα
     κλητική ραμπαδόξυλο ραμπαδόξυλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ραμπαδόξυλο < αραμπαδόξυλο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾa.baˈðo.ksi.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρα‐μπα‐δό‐ξυ‐λο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ραμπαδόξυλο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία