ραμολίρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾa.moˈli.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρα‐μο‐λί‐ρω
Ρήμα επεξεργασία
ραμολίρω, αόρ.: ραμολίρισα (χωρίς παθητική φωνή)
- γίνομαι ραμολί
- ※ Μπορεί να ραμολίρεις και να σπαταλήσεις την περιουσία σου με τσούλες ή σ' ανόητες επιχειρήσεις.
- Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος, 1956
- ※ Μπορεί να ραμολίρεις και να σπαταλήσεις την περιουσία σου με τσούλες ή σ' ανόητες επιχειρήσεις.