ραμολής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾa.moˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρα‐μο‐λής
Ουσιαστικό επεξεργασία
ραμολής αρσενικό
- (προφορικό, μειωτικό) άλλη μορφή του ραμολί
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ραμολής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας