ρακοπότι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρακοπότι | τα | ρακοπότια |
γενική | του | ρακοποτιού | των | ρακοποτιών |
αιτιατική | το | ρακοπότι | τα | ρακοπότια |
κλητική | ρακοπότι | ρακοπότια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρακοπότι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) το να πίνει κάποιος ρακή
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρακοπότι
|