ραδιολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ραδιολογία < (λόγιο δάνειο) γαλλική radiologie < (radio-) ράδι(ο) + -ο- + -λογία [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾa.ði.o.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρα‐δι‐ο‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
ραδιολογία θηλυκό
- (φυσική) κλάδος της φυσικής για τη μελέτη της ραδιενέργειας
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη ράδιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ραδιολογία
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ραδιολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Λέξεις με ραδιολογ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)