Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ραγοειδίτιδα οι ραγοειδίτιδες
      γενική της ραγοειδίτιδας των ραγοειδίτιδων
    αιτιατική τη ραγοειδίτιδα τις ραγοειδίτιδες
     κλητική ραγοειδίτιδα ραγοειδίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ραγοειδίτιδα < ραγοειδής (χιτώνας) + -ίτιδα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ραγοειδίτιδα θηλυκό

  • (ιατρική) φλεγμονή του ραγοειδούς χιτώνα του οφθαλμού

  Μεταφράσεις επεξεργασία