ραβδοφανής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ραβδοφανής < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾa.vðo.faˈnis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ραβ‐δο‐φα‐νής
Ουσιαστικό επεξεργασία
ραβδοφανής αρσενικό
- (ορυκτολογία) ορυκτό που περιέχει δημήτριο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ραβδοφανής
|