Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πύκνωσῐς αἱ πυκνώσεις
      γενική τῆς πυκνώσεως τῶν πυκνώσεων
      δοτική τῇ πυκνώσει ταῖς πυκνώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πύκνωσῐν τὰς πυκνώσεις
     κλητική ! πύκνωσῐ πυκνώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πυκνώσει
γεν-δοτ τοῖν  πυκνωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πύκνωσις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πύκνωσις, -εως θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Πηγές επεξεργασία