πόκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πόκος < πέκω
Ουσιαστικό επεξεργασία
πόκος αρσενικό πληθ. πόκες ή πόκαι
Παράγωγα επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πόκος
|
πόκος αρσενικό πληθ. πόκες ή πόκαι
|