Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πυρπόλησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
πυρπόλησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
πυρπολώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
πυρπολώ