Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πυρπόλημᾰ τὰ πυρπολήμᾰτ
      γενική τοῦ πυρπολήμᾰτος τῶν πυρπολημᾰ́των
      δοτική τῷ πυρπολήμᾰτ τοῖς πυρπολήμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ πυρπόλημᾰ τὰ πυρπολήμᾰτ
     κλητική ! πυρπόλημᾰ πυρπολήμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πυρπολήμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  πυρπολημᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυρπόλημα < πυρπολέω, πυρπολη- + -μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυρπόλημα ουδέτερο

  1. σαν φωτιά, που μοιάζει πύρινος
  2. φλογερός

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία