πυρομανία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πυρομανία (μαρτυρείται από το 1852)[1] < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pyromanie < pyro- (πυρο-) + -manie (-μανία) [2]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pi.ɾo.maˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πυ‐ρο‐μα‐νί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
πυρομανία θηλυκό
- (ψυχιατρική) παθολογική τάση για εμπρησμούς
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις πυρ και μανία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 877, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ πυρομανία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας