Δείτε επίσης: πυρκαιά

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πυρκαϊᾱ́ αἱ πυρκαϊαί
      γενική τῆς πυρκαϊᾶς τῶν πυρκαϊῶν
      δοτική τῇ πυρκαϊ ταῖς πυρκαϊαῖς
    αιτιατική τὴν πυρκαϊᾱ́ν τὰς πυρκαϊᾱ́ς
     κλητική ! πυρκαϊᾱ́ πυρκαϊαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πυρκαϊᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  πυρκαϊαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυρκαϊά < πῦρ → και δείτε τη λέξη καίω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυρκαϊά, -ᾶς (ιωνικός τύπος : πυρκαϊή)

  1. ποιητική λέξη για την φωτιά
  2. τόπος όπου ανάβουν το πυρ,
  3. νεκρική πυρά
  4. ο εμπρησμός
  5. η αγριελιά, που βλασταίνει από ελιά που έχει καεί
  6. η φλόγα του έρωτα

  Πηγές επεξεργασία