πυριτιδοποιία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πυριτιδοποιία < πυρίτιδ(α) + -ο- + -ποιία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πυριτιδοποιία θηλυκό
- η παρασκευή πυρίτιδας
- μονάδα παραγωγής πυρίτιδας και γενικότερα πυρομαχικών
Μεταφράσεις επεξεργασία
πυριτιδοποιία
|