πυρετολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πυρετολογία < πυρετ(ός) + -ο- + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
πυρετολογία θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
πυρετολογία
|