πυρανάφλεξη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πυρανάφλεξη | οι | πυραναφλέξεις |
γενική | της | πυρανάφλεξης* | των | πυραναφλέξεων |
αιτιατική | την | πυρανάφλεξη | τις | πυραναφλέξεις |
κλητική | πυρανάφλεξη | πυραναφλέξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πυραναφλέξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πυρανάφλεξη θηλυκό
- (μηχανολογία) η ανάφλεξη καυσίμου σε μηχανή εσωτερικής καύσης, που γίνεται αυτόματα, απρογραμμάτιστα και αναπάντεχα
Μεταφράσεις επεξεργασία
πυρανάφλεξη