πυρέσσω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πυρέσσω < αρχαία ελληνική πυρέσσω
Ρήμα επεξεργασία
πυρέσσω
- (λόγιο) έχω πυρετό
Μεταφράσεις επεξεργασία
πυρέσσω
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πυρέσσω < πῦρ
Ρήμα επεξεργασία
πυρέσσω
- θερμαίνομαι
- έχω πυρετό