Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυελίτιδα οι πυελίτιδες
      γενική της πυελίτιδας των πυελίτιδων
    αιτιατική την πυελίτιδα τις πυελίτιδες
     κλητική πυελίτιδα πυελίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυελίτιδα < πύελος + -ίτιδα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυελίτιδα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία