Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πτωματοφαγία οι πτωματοφαγίες
      γενική της πτωματοφαγίας των πτωματοφαγιών
    αιτιατική την πτωματοφαγία τις πτωματοφαγίες
     κλητική πτωματοφαγία πτωματοφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πτωματοφαγία < πτώματ(ος) + -φαγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτωματοφαγία θηλυκό, χωρίς πληθυντικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία