Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πτῠόφῐν < πτύ(ον) + -όφῐ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

πτῠόφῐν ουδέτερο