Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πτερύγιον τὰ πτερύγι
      γενική τοῦ πτερυγίου τῶν πτερυγίων
      δοτική τῷ πτερυγί τοῖς πτερυγίοις
    αιτιατική τὸ πτερύγιον τὰ πτερύγι
     κλητική ! πτερύγιον πτερύγι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πτερυγίω
γεν-δοτ τοῖν  πτερυγίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πτερύγιον < πτέρυξ, πτερυγ- + υποκοριστικό επίθημα -ιον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτερύγιον ουδέτερο

  1. πτερύγιο
  2. (ελληνιστική σημασία) πτέρυγα κτιρίου, έπαλξη, πυργίσκος, άκρο

  Πηγές επεξεργασία