πρῳζός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρῳζός < πρωί
Επίθετο επεξεργασία
πρῳζός, ή, όν ( & πρωιζός αλλά όχι στους Αττικούς)
- πρωινός
- κατ' άλλους προχτεσινός ή χτεσινός και κατ' άλλους της "προηγουμένης" (δηλαδή της μέρας που προηγείτο κάποιας άλλης, ίσως της σημερινής, άρα χτεσινός, ίσως της χτεσινής, άρα προχτεσινός, ίσως και σήμαινε το σημερινό προάλλες)
- χθιζά τε καὶ πρωΐζ᾽ ὅτ᾽ ἐς Αὐλίδα νῆες Ἀχαιῶν ἠγερέθοντο : σαν να ήταν χτες και προχτές που τα καράβια των Αχαιών άρχισαν να μαζεύονται στην Αυλίδα