πρότερον
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρότερον < αρχαία ελληνική πρότερον < πρότερος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpɾo.te.ɾon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρό‐τε‐ρον
Επίρρημα επεξεργασία
πρότερον χρονικό
- από πριν
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρότερον
|