πρόσθετα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | πρόσθετα | ||
γενική | των | πρόσθετων & προσθέτων | ||
αιτιατική | τα | πρόσθετα | ||
κλητική | πρόσθετα | |||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρόσθετα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πρόσθετος
Ουσιαστικό επεξεργασία
πρόσθετα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (χημεία) ουσίες που προστίθενται σε τρόφιμα ή διάφορα προϊόντα, για να βελτιώσουν τις ιδιότητές τους
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρόσθετα
|
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
πρόσθετα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
πρόσθετα
- αʹ ενικό οριστικής παρατατικού του ρήματος προσθέτω