Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
προπολῐ- προπολε-
ονομαστική πρόπολῐς αἱ προπόλεις
      γενική τῆς προπόλεως τῶν προπόλεων
      δοτική τῇ προπόλει ταῖς προπόλεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πρόπολῐν τὰς προπόλεις
     κλητική ! πρόπολῐ προπόλεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προπόλει
γεν-δοτ τοῖν  προπολέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρόπολις < προ- + πόλις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρόπολις θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία