Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πρόδειπνον τὰ πρόδειπνα
      γενική τοῦ προδείπνου τῶν προδείπνων
      δοτική τῷ προδείπν τοῖς προδείπνοις
    αιτιατική τὸ πρόδειπνον τὰ πρόδειπνα
     κλητική ! πρόδειπνον πρόδειπνα
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρόδειπνον < πρό- + δεῖπνον.
(Το ελληνιστικό πρόδειπνον, σφαλερή γραφή (f.l.) του Πρόδικον.)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρόδειπνον ουδέτερο

  Πηγές επεξεργασία