πρόβουνο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πρόβουνο | τα | πρόβουνα |
γενική | του | πρόβουνου & προβούνου |
των | πρόβουνων & προβούνων |
αιτιατική | το | πρόβουνο | τα | πρόβουνα |
κλητική | πρόβουνο | πρόβουνα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πρόβουνο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρόβουνο
|