πρωτόγερος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /proˈto.ʝe.ros/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρω‐τό‐γε‐ρος
Ουσιαστικό επεξεργασία
πρωτόγερος αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρωτόγερος
|
πρωτόγερος αρσενικό
|