Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρωτοϊταλικά ουδέτερο πληθυντικός

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πρωτοϊταλικά