Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρωτοφειλέτης οι πρωτοφειλέτες
      γενική του πρωτοφειλέτη των πρωτοφειλετών
    αιτιατική τον πρωτοφειλέτη τους πρωτοφειλέτες
     κλητική πρωτοφειλέτη πρωτοφειλέτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρωτοφειλέτης < πρωτο- + οφειλέτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρωτοφειλέτης αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία