Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρωτοσύγκελλος αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρωτοσύγκελλος < πρωτο- + σύγγελος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρωτοσύγκελλος αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία