πρωτοπυγμάχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πρωτοπυγμάχος αρσενικό
- ο αρχηγός ή επικεφαλής πυγμάχος μιας πυγμαχικής ομάδας ή αποστολής
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρωτοπυγμάχος
|
πρωτοπυγμάχος αρσενικό
|