Δείτε επίσης: πρωτομάστορης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρωτομάστορας οι πρωτομάστορες
      γενική του πρωτομάστορα των πρωτομαστόρων
    αιτιατική τον πρωτομάστορα τους πρωτομάστορες
     κλητική πρωτομάστορα πρωτομάστορες
Συγκρίνετε με την κλίση του πρωτομάστορης (πληθυντικός: πρωτομαστόρηδες).
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρωτομάστορας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πρωτομάστορας. Μορφολογικά αναλύεται σε πρωτο- + μάστορας.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾo.toˈma.sto.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρω‐το‐μά‐στο‐ρας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρωτομάστορας αρσενικό

  1. (μεταφορικά) συνώνυμο του πρωτεργάτης
  2. (παρωχημένο) ο επικεφαλής μάστορας
     συνώνυμα: αρχιμάστορας, (αρχιτεχνίτης)

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία